δηκτήρ

δηκτήρ
(-ήρος) ο
1) клешня; 2) тех губа (клещей и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δηκτήρ" в других словарях:

  • δηκτήρ — ο [δάκνω] καθένα από τα δύο σκέλη τανάλιας ή τσιμπίδας …   Dictionary of Greek

  • συνδήκτορας — και λόγιος τ. συνδήκτωρ, ο, Ν τεχνολ. άλλη, λόγια ονομασία τής μέγκενης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δηκτήρ «καθένα από τα δύο σκέλη τανάλιας ή τσιμπίδας». Η λ., στον λόγιο τ. συνδήκτωρ, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»